Κύματα μαξιλάρια σε νου εξαρτημένο από τη δράση
ροή απτή, πυρηνική, άτομο σώμα μου λίγο πριν τη σχάση.
Για λίγο την πολύτιμη σιγή ενός λεπτού
ακούραστο παιδί τ’ αυτί στη λαγκαδιά του υγρού.
Ψάχνω κι εγώ για σύννεφα και γλάρους
και μια στιγμή κύκνειου θάρρους.
Να γυμνωθώ δίχως λαχτάρα και αιδώ
να γίνομαι μονάχα, εκεί, τότε κι εδώ.
Τη γλώσσα καταπίνω, θυσία στο Αλφαβητάρι
μάτια δίχως βλέμμα οι λέξεις δίχως χάρη.
Κύματα μαξιλάρια στης πόλης πια την κρύπτη
φθινόπωρο Πιλάτος τας χείρας του που νίπτει.
Κανείς δε θα με σώσει από τη θύμησή τους
ούτε αυτή που μου ‘καναν η δίκαιη πληγή τους.
Ξυπνώ, λυγίζω και μετρώ τι πήρα τι θα δώσεις.
Λίστες φτηνές, ληστής κι εγώ σε διεκπεραιώσεις.
Τώρα που γινήκαμε ειδικευμένοι εργάτες
μαστίγιο τα γραφεία μας στις κεντημένες πλάτες.
Μα κάτι επιμένει να σωθεί σαν πόνος τοκετού
κάτι από ‘κείνο το άρρητο σιγής ενός λεπτού.
Σχολιάστε