Κρατούσε στο χέρι ένα προσπέκτους με μεγάλα, λευκά γράμματα :
«Έλα να γνωριστούμε».
«Κοίτα να δεις τι προσπέκτους βγάζουν» σκέφτηκα. Πιο πολύ, βέβαια, μου έκανε εντύπωση το είδος της διαφημιζόμενης υπηρεσίας, παρά η μέτρια αισθητική του φυλλαδίου.
Γύρισε το βλέμμα του και με περιεργάστηκε, σα να είχε ακούσει την ειρωνική μου σκέψη. Ο ορμητικός αέρας της σήραγγας του μετρό επιτέθηκε στη χαλαρή λαβή του και έριξε τον θησαυρό του κάτω.
Ταραγμένος σκύβει και το μαζεύει. Το σκούπισε επιμελώς κι ύστερα το έσφιξε γερά στην παλάμη του.
«Έλα να γνωριστούμε. Δεν είσαι μόνος» συνέχιζε η φράση.
Λευκά γράμματα σα κόλλα χαρτί που δεν ξέρεις τι να την κάνεις. Να ζωγραφίσεις ό, τι ξέρεις, να πειραματιστείς με διπλώματα και σκισίματα; Αμηχανία κρυφή. Αμηχανία παιδική που επιβιώνει στους ενήλικους φετιχιστές του ακόμα ανύπαρκτου.
Λέξεις που δεν είχαν για μένα δίκοπες άκρες, γι’ αυτόν ήταν μαχαίρι και ζωή κι ίσως ελπίδα.
Από τι κρατιόμαστε κάποιες φορές, για να σωθούμε…
Από ένα feuille volante, από ένα φύλλο ασύνδετο, από μια απλή αβεβαιότητα που ίπταται.
Σχολιάστε