Φυσαλίδες.
Αφηνιασμένοι άλογοι θύλακες αέρα σκορπούν σε άναρχες κατευθύνσεις : πάνω στη ρωγμή του γυαλιού, στο πρόσκαιρο της δίνης, στο αδιάφορο της επιφάνειας.
Μια αναρχία φυσική.
Εντός τους στεγνώνει το άπιαστο του ανέμου, ώσπου απ’ την Κερκόπορτα της σύστασής τους επιβληθεί το βάρος της υγρής τους εξαφάνισης.
Κι όλα ύστερα θα σωπάσουν.
Σα να μην υπήρξε ποτέ εντός του ποτηριού έστω κι ένας άναρχος θύλακας -ιππέας του ανέμου.
Μα εγώ, που ‘χω γιομίσει μ’ αφορμές και νιώθω πια καθήκον μου την ταραχή των ορίων, νοθεύω την ισορροπία ετούτη χάριν ευφορίας.
Ένα «αχ» κατακόκκινης καταγωγής τρελαίνει τα κείμενα.
Ό, τι κείται, θα πράξει.
Και γίνεται το αμετάβατο της νωχέλειας μεταβατική φάση ενεργείας.
Ο κόσμος γεμίζει Αντικείμενα.
Αντικείμενα που παθαίνουν, που δέχονται όλα όσα κοκκινίζει το «αχ» μου και οι στρατιώτες του.
Ό, τι προλάβω στην τρέλα τούτη.
Ένα τσαπί έμπνευσης απ’ το θανατικό κλήμα ή ακόμα μια στιγμή που καταλαβαίνει τον εαυτό της.
Οτιδήποτε.
Ώσπου να χτυπήσει στο καμπαναριό της φυσικής η Ώρα της ακινησίας.
Το σώμα έκτοτε ηρεμεί.
Ό, τι έδρασε, έδρασε σωστά.
Μα πάντα στη δοξασμένη αλήθεια του απειροελάχιστου ένα σώμα θα κινείται και θα κινεί.
Σωτήρας ιππέας του φυσικά αναγκαίου.
Αχ!
Σχολιάστε